- κνυζομαι
- κνύζομαιPlut. = κνυζάομαι См. κνυζαομαι 1
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνύζομαι — whine pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζόμενον — κνύζομαι whine pres part mp masc acc sg κνύζομαι whine pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυσθέντα — κνύζομαι whine aor part mp neut nom/voc/acc pl κνύζομαι whine aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζομένου — κνύζομαι whine pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζόμενα — κνύζομαι whine pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζόμενος — κνύζομαι whine pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνύζεσθαι — κνύζομαι whine pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνύζοιο — κνύζομαι whine pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνύσσω — κνύζομαι whine aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκνυζόμενος — πρόσ κνύζομαι whine pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)